- τοσαυταχῶς
- τοσαυτα-χῶς, Adv.A in so many ways, Arist.APr.48b3, Metaph. 1022a11, Thphr.HP8.7.5, D.H.Lys.14, Alex.Aphr.in Top.61.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τοσαυταχῶς — in so many ways indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοσαυταχώς — ΜΑ επίρρ. με τόσους τρόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τοσαυτ τής αντων. τοσοῦτος, αύτη, οῦτον + ουρανικό πρόσφυμα αχ + επιρρμ. κατάλ. ῶς (πρβλ. πολλαχ ῶς)] … Dictionary of Greek